- φεγγίτης
- lucarne
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
φεγγίτης — φεγγί̱της , φεγγίτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεγγίτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. κυκλικό, ορθογώνιο ή ελλειψοειδές άνοιγμα σε στέγη ή στο άνω μέρος τοίχου, συνήθως καλυμμένο με τζάμι, το οποίο χρησιμεύει για να μπαίνει το φως τής ημέρας και ο αέρας νεοελλ. 1. υαλόφρακτο πλαίσιο στο πάνω μέρος τών παραθύρων … Dictionary of Greek
φεγγίτης — ο 1. άνοιγμα κυκλικό ή ορθογώνιο ή ελλειψοειδές, συνήθως τζαμωτό, στη στέγη ή στο επάνω μέρος τοίχου, για να φωτίζονται και να αερίζονται βοηθητικοί χώροι οικοδομής, ο φωταγωγός, το φωτερό. 2. το πάνω από τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες τζαμωτό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεγγῖται — φεγγίτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλοφεγγίτης — ο / ὑαλοφεγγίτης, ΝΜ γυάλινος φεγγίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φεγγίτης] … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
φεγγίτας — φεγγί̱τᾱς , φεγγίτης masc acc pl φεγγί̱τᾱς , φεγγίτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SPECULAR — a Speculo differt, illud enim Graece διόπτρα, per quod videtur; hoc issdem κάτοπτρον, quô videtur: illud διάφασιν, hoc ἔμφασιν facit. Et quidem Specularia dicebantur, quibus lumen in cenacula inferebatur, et Sol admittebatur in aedes, ut hodie… … Hofmann J. Lexicon universale
αεριστήρας — και αεριστής, ο [αερίζω] 1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση τού αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.) 2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση τού αέρα είναι δύσκολη ή… … Dictionary of Greek
αναφάντης — ο [αναφαίνω] φωταγωγός, φεγγίτης … Dictionary of Greek
αναφωτίδα — η φεγγίτης ή παράθυρο στη στέγη σπιτιών ή στο κατάστρωμα πλοίων … Dictionary of Greek